- επιμύθιο
- το (AM ἐπιμύθιος, -ον) [επί + μύθος]το ουδ. ως ουσ. το επιμύθιο(ν)σύντομη και πνευματώδης φράση στο τέλος κάθε μύθου η οποία περιέχει και το ηθικό του δίδαγμανεοελλ.φράση που λέγεται απροσδόκητα ή υπερβολικά κοινότυπα στο τέλος ενός λόγουαρχ.αυτός που ακολουθεί τον μύθο, που λέγεται στο τέλος τού μύθου.
Dictionary of Greek. 2013.